κολάζω — (AM κολάζω) 1. επιβάλλω ποινή, τιμωρώ («οὐ γάρ τι θανάτῳ τοὺς κακοὺς κολάζομεν», Ευρ.) 2. περιορίζω, μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση ή τα κακά αποτελέσματα μιας πράξης, ενός λόγου ή μιας ενέργειας (α. «για να κολάσει το σφάλμα του, έκανε κι… … Dictionary of Greek
τανταλικός — (I) ή, ό / τανταλικός, ή, όν, ΝΑ [Τάνταλος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τάνταλο, ταντάλειος («Τανταλικῇ κολάσει», Μαν.). (II) ή, ό, Ν χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χημικό στοιχείο ταντάλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταντάλιο. Η λ. μαρτυρείται … Dictionary of Greek
κολάζω — κόλασα, κολάστηκα, κολασμένος 1. μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση: Θέλοντας να κολάσει το σφάλμα του έκαμε και άλλο χειρότερο σφάλμα. 2. τιμωρώ: Υπάρχει νόμος που κολάζει την πράξη αυτή. 3. κάνω κάποιον να αμαρτήσει, σκανδαλίζω: Μην ντύνεσαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)